- συνοφρύωμα
- το, -ατοςκαι συνοφρύωση, η σκυθρώπιασμα, κατσουφιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνοφρύωμα — meeting of the eyebrows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοφρύωμα — το, ΝΜΑ [συνοφρυοῡμαι / ώνομαι] σούφρωμα τών φρυδιών από λύπη ή δυσαρέσκεια … Dictionary of Greek
συνοφρύωση — η, Ν συνοφρύωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοφρυώνομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνοφρύωσις, μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek